-
1 αγοράς
ἀγοράassembly: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀγορᾶ̱ς, ἀγοράζωfrequent the: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)——————ἀγοράζωfrequent the: fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) -
2 Αγοράς
-
3 Ἀγορᾶς
-
4 Αγοράς
-
5 Ἀγοράς
-
6 αγοράς
-
7 ἀγοράς
-
8 ἀγορᾶς
Βλ. λ. αγοράς -
9 ἀγορᾷς
Βλ. λ. αγοράς -
10 ἀγορά
A assembly, esp. of the People, opp. the Council of Chiefs, Il.2.93, Od.2.69, etc.; τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι (sc. Κυκλώπεσσι) Od.9.112; ; ἀ. Πυλάτιδες, of the Amphictyonic Council at Pylae, S.Tr. 638, cf. Ion Eleg.1.3;μακάρων ἀ. Pi.I. 8(7).29
, cf. AB210; ἀγορήνδε καλέσσασθαι, κηρύσσειν, Il.1.54, 2.51; ἀγορὴν ποιήσασθαι, θέσθαι, Il.8.489, Od.9.171; εἰς ἀ. ἰέναι, ἀγέρεσθαι, 8.12, Il.18.245;ἀγορήνδε καθέζεσθαι Od.1.372
.—Not common in Prose,ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν X.An.5.7.3
;ποιῆσαι Aeschin.3.27
;ἀγορὰς ποιεῖσθαι Hyp.Fr. 150
: of the assembly in Attic demes, D.44.36, IG2.585, al.;ἀ. συνέδριον φυλετῶν καὶ δημοτῶν AB327
: in late Prose, ἀ. δικῶν προθεῖναι, καταστήσασθαι, = Lat. conventus agere, Luc.Bis Acc. 4,12: meeting for games, Pi.N.3.14: metaph.,μυρμήκων ἀ. Luc. Icar.19
: prov., θεῶν ἀ. 'Babel', Suid., etc.II place of assembly,τοὺς δ' εὗρ' εἰν ἀγορῇ Il.7.382
;ἵνα σφ' ἀ. τε θέμις τε 11.807
, cf.Od.6.266; pl., Od.8.16;οὔτε.. εἰς ἀ. ἔρχεται οὔτε δίκας Thgn. 268
.2 market-place, perh. not earlier than Hom.Epigr. 14.5 πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ' ἀγυιαῖς; freq. in later authors,πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι Pi.P.5.93
;θεοὶ.. ἀγορᾶς ἐπίσκοποι A.Th. 272
;μέση Τραχινίων ἀ. S.Tr. 424
;ἀγορᾷ οὐδὲ ἄστει δέχεσθαι Th.6.44
;ὀλιγάκις.. ἀγορᾶς χραίνων κύκλον E.Or. 919
; οἱ ἐκ τῆς ἀ. market people, X.An.1.2.18;ἐξ ἀγορᾶς εἶ Ar.Eq. 181
, etc.; εἰς ἀ. ἐμβάλλειν to go into the forum, i. e. be a citizen, Lycurg.5; ἐν τῇ ἀ. ἐργάζεσθαι to trade in the market, D.57.31; εἰς τὴν ἀ. χειροτονεῖν (opp. ἐπὶ τὸν πόλεμον ) 'for the market', Id.4.26; the Roman Forum, D.H.5.48.1 public speaking, gift of speaking, mostly in pl., ἔσχ' ἀγοράων withheld him from speaking, Il.2.275; οἱ δ' ἀγορὰς ἀγόρευον ib. 788, cf. Od.4.818;ᾠδὴν ἀντ' ἀγορῆς θέμενος Sol.1
.2 market,ἀγορὰν παρασκευάζειν Th.7.40
, X. HG3.4.11;ἀ. παρέχειν Th.6.44
, etc.;ἄγειν X.An.5.7.33
, etc.; opp. ἀγορᾷ χρῆσθαι to have supplies, ib.7.6.24;τῆς ἀ. εἴργεσθαι Th.1.67
, Plu.Per.29; ἀ. ἐλευθέρα, i. e. καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων, Arist.Pol. 1331a31, cf. X.Cyr.1.2.3; opp.ἀ. ἀναγκαία Arist.Pol. 1331b11
; generally, provisions, supplies, PPetr.3p.131 (iii B. C.), PS14.354 (iii B. C.), al.; in pl., Nic.Dam.p.6.17 D.; ἀγορὰς περικόπτειν cut off supplies, D.H.10.43.b market, sale, ἀ. τῶν βιβλίων, τῶν παρθένων, Luc. Ind.19, Ael.VH4.1, cf. Nicoch.7.IV as a mark of time, ἀ. πλήθουσα the forenoon, when the market-place was full,ἀγορῆς πληθυούσης Hdt.4.181
;πληθούσης ἀγορᾶς X.Mem.1.1.10
, cf. SIG695.38 (Magn. Mae.); περὶ orἀμφὶ ἀ. πλήθουσαν X.An.2.1.7
, 1.8.1;ἐν ἀ. πληθούσῃ Pl.Grg. 469d
, cf. Th.8.92; alsoἀγορῆς πληθώρη Hdt.2.173
, 7.223; poet.,ἐν ἀ. πλήθοντος ὄχλου Pi.P.4.85
;πρὶν ἀ. πεπληθέναι Pherecr.29
: ἀγορῆς διάλυσις the time just after mid-day, when they went home from market, Hdt.3.104, cf.X.Oec.12.1. -
11 καγοράς
Ἀγορᾶς, Ἀγορήfem gen sg (attic doric aeolic)ἀγορᾶς, ἀγοράassembly: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀγορᾶ̱ς, ἀγοράζωfrequent the: fut ind act 2nd sg (doric aeolic) -
12 κἀγορᾶς
Ἀγορᾶς, Ἀγορήfem gen sg (attic doric aeolic)ἀγορᾶς, ἀγοράassembly: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀγορᾶ̱ς, ἀγοράζωfrequent the: fut ind act 2nd sg (doric aeolic) -
13 ἀγορά
ᾰγορά (ἀγορᾶς, -ᾷ, -άν; -αί.)a public assembly, gatheringἐν χέρσῳ τε λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.5
ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου P. 4.85
b gathering place, market placeπρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
Μυρμιδόνες, ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν ( εἶραν coni. Mair met. gr.: v. Wil. 277̆{2}) N. 3.14 θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν (cf. Thuc. 6. 54. 6. Πεισίστρατος, ὃς τῶν δώδεκα θεῶν βωμὸν τὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἄρχων ἀνέθηκε) fr. 75. 5. -
14 περισχοινίζω
A part off by a rope,τῆς ἀγορᾶς μέρος Poll.8.20
; τὸ δικαστήριον ib. 141 ;χωρία τῆς ἀγορᾶς D.H.7.59
:—[voice] Med., of the Areopagitic Council, part itself off by a rope, D.25.23 :—[voice] Pass., Poll. 8.123.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισχοινίζω
-
15 πλήθω
Aπέπληθα Pherecr.29
, Herod.7.84, Theoc.22. 38, etc.: [tense] plpf.ἐπεπλήθει A.R.3.271
:—intr. form of πίμπλημι, mostly in [tense] pres. part., to be full,πλήθει.. νεκύων ἐρατεινὰ ῥέεθρα Il.21.218
;ναῦς.. ἀνδρῶν πληθούσας Simon.142.7
;θάλασσα.. ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου A.Pers. 420
, cf. 272; χεῖρας κρεῶν πλήθοντες having them full of.., Id.Ag. 1220; l. c.: later c. dat.,κρήνην.. ὕδατι πεπληθυῖαν Theoc.
l. c.;δόνακι πλήθοντα λιπὼν ῥόον Call.Fr. 166
, cf. AP6.63 (Damoch.);πεπληθότα λύθρῳ Maiist.25
; but Ἄναυρος ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων swollen with winter's rain, ὄμβρῳ being dat. of cause, Hes.Sc. 478: abs., of rivers,ποταμῷ πλήθοντι ἐοικώς Il.5.87
; ; of the full moon,σελήνη πλήθουσα 18.484
, cf. Sapph.3: in [dialect] Att. Prose only in the phrases ἀγορᾶς πληθούσης, ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ, etc., v. ἀγορά IV: πληθούσης ἀγορᾶς rarely = in a full assembly, SIG257.14 (Delph., iv B.C.).II trans. only in later Poets, AP14.7, Opp.C.1.126, Q.S.6.345:—[voice] Pass., A.R.3.1392, 4.564, AP5.232 (Maced.), Q.S.14.607; (Thespiae, iv A.D.). -
16 σπερμολόγος
σπερμολόγος, ον (σπέρμα, λέγω, lit. ‘picking up seeds’; of birds, Alex. of Myndos [I A.D.] in Athen. 9, 39 388a; Plut., Demetr. 902 [28, 5]) subst. of a kind of bird, the ‘rook’ (Aristoph.; Aristot.; Lynceus fr. Samos [280 B.C.] in Athen. 8, 32, 344c), in pejorative imagery of persons whose communication lacks sophistication and seems to pick up scraps of information here and there scrapmonger, scavenger (s. Goodsp, Probs. [citing Browning: ‘picker-up of learning’s crumbs’] 132f, and s. the ref. to Eustath. below.—Demosth. 18, 127 σπερμολ. περίτριμμα ἀγορᾶς; Dionys. Hal. 19, 5, 3 [=17, 8]; Eustath. on Od. 5, 490 σπερμολόγοι• οἱ περὶ τὰ ἐμπόρια καὶ ἀγορὰς διατρίβοντες διὰ τὸ ἀναλέγεσθαι τὰ ἐκ τῶν φορτίων ἀπορρέοντα καὶ διὰ ζῆν ἐκ τούτων = σπερμολόγοι are people who spend their time around stores and markets to pick up scraps from the produce and live off them; Philo, Leg. ad Gai. 203) Ac 17:18 (Norden, Agn. Th. 333; Beginn. IV, 211.—WSchmid, Philol. 95, ’42, 82f). Engl. synonyms include ‘gossip’, ‘babbler’, ‘chatterer’; but these terms miss the imagery of unsystematic gathering.—DELG s.v. σπείρω. M-M. Spicq. -
17 ἄτερθε
ᾰτερθε, ἄτερθενa prep. c. gen., apart fromπαραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.77
b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί ( διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) P. 5.96c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346. -
18 ἄτερθεν
ᾰτερθε, ἄτερθενa prep. c. gen., apart fromπαραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78
ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.77
b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί ( διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) P. 5.96c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346. -
19 δίχα
a apart ( Βάττος) πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών i. e. apart from the other dead kings P. 5.93b divided, in doubt c. inf. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4. -
20 ἔνθα
a rel. conj., whereπαρὰ Κρόνου τύρσιν. ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν O. 2.70
( Ἰστρίαν)ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατ O. 3.26
( Ἀλφεὸν)ἔνθα τραφεῖσ' γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
πέτραν ἀλίβατον Κρονίου. ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν O. 6.65
νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33
( νᾶσος)ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν O. 7.71
( Αἴγιναν)ἔνθα Σώτειρα ἀσκεῖται Θέμις O. 8.21
( Λοκρῶν)ἔνθα συγκωμάξατ O. 11.16
( Πυθῶνι) ἔνθαποτὲ χρῆσεν P. 4.4
( ἐπ' Ἀξείνου στόμα)ἔνθ' ἕσσαντ τέμενος P. 4.204
ἐς Φᾶσιν ἔνθα βίαν μεῖξαν P. 4.212
Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων. ἔνθα καὶ ἐπεδείξαντο P. 4.253
ὁδόν, ἔνθα πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
ὀμφαλὸν Πυθιόνικος ἔνθ' ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται P. 6.5
“Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον. ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” P. 9.54 ( ἐν Πυθῶνι)ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73
Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
ἐπ' αὐλείαις θύραις ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21
Κύπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει N. 4.46
( Νεμέᾳ)ἔνθα πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76
( Ἰσθμὸν)ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι δέκονται N. 5.38
Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
ἀμφ' ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (ἔνθα Ῥείας Σγρ·) N. 9.41 ( ἀέθλων)Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις N. 10.24
ἀέθλων. ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις I. 4.69
προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.35
( Οἰνοπίαν)δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν I. 8.21
( Δᾶλος) ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 9.ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44
κρημνόν, ἔνθα λέγο[ντι] Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε φυλάξαι Pae. 12.8
( Θήβαι)] ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον [λαχεῖν] Δ. 2. 2. ]εοι μοῖῤ ἔνθα[ Θρ. 7. 11. ( Λακεδαίμων) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 1. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται fr. 238. Ὀρχομενῶ. ἕνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.b whither ( δῶμα Διὸς)ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.43
μαντίων θῶκον, ὦ παῖδες Ἁρμονίας, ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.7
, cf. O. 11.16c then ἔνθ' Ἀλεξίδαμος παρθένον κεδνὰν ἆγεν P. 9.121d introducing indirect quest., whereδέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι P. 4.242
См. также в других словарях:
Ἀγορᾶς — Ἀγορή fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾶς — ἀγορά assembly fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγορᾶ̱ς , ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾷς — ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγοράς — Ἀγορά̱ς , Ἀγορή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράς — ἀγορά̱ς , ἀγορά assembly fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών — Στεγάζεται στην αναστηλωμένη το 1956 από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή στοά που είχε οικοδομήσει στον ίδιο χώρο ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος το 2ο αι. π.Χ. Η συλλογή του μουσείου, από τις πιο αξιόλογες της Αθήνας, περιλαμβάνει ενδεικτικά… … Dictionary of Greek
κἀγορᾶς — Ἀγορᾶς , Ἀγορή fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγορᾶς , ἀγορά assembly fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγορᾶ̱ς , ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek